ανακινητής

ανακινητής
ο (θηλ. -ήτρια)
αυτός που επαναφέρει παλαιά υπόθεση ή ζήτημα στην επιφάνεια και προκαλεί το ενδιαφέρον γι' αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. λόγια λ. < ανακινώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανακινώ — ( έω) (Α ἀνακινῶ) 1. κινώ προς διάφορες κατευθύνσεις, αναταράσσω, αναδεύω 2. κινώ εκ νέου, διεγείρω, προκαλώ 3. επαναφέρω παλαιά υπόθεση ή ζήτημα στην επιφάνεια μσν. 1. παρακινώ, παροτρύνω 2. ξεριζώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κινῶ. ΠΑΡ. ανακίνημα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”